παρεμφερής

παρεμφερής
-ές, ΝΑ
αυτός που είναι σε ορισμένο βαθμό, όχι απόλυτα, όμοιος με κάποιον άλλο, σχεδόν ίδιος, κάπως όμοιος, παραπλήσιος («ὦτα δὲ καὶ κέρκον καὶ φωνὴν ἵππῳ παρεμφερῆ», Διόδ. Σ.).
επίρρ...
παρεμφερώς / παρεμφερῶς, ΝΑ
κατά τρόπο σχεδόν όμοιο, παραπλήσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐμφερής «όμοιος, παρόμοιος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρεμφερής — somewhat like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμφερῆ — παρεμφερής somewhat like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παρεμφερής somewhat like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παρεμφερής somewhat like masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμφερεῖς — παρεμφερής somewhat like masc/fem acc pl παρεμφερής somewhat like masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμφερές — παρεμφερής somewhat like masc/fem voc sg παρεμφερής somewhat like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμφερέστατα — παρεμφερής somewhat like adverbial superl παρεμφερής somewhat like neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμφερεστάτην — παρεμφερής somewhat like fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμφεροῦς — παρεμφερής somewhat like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμφερῶς — παρεμφερής somewhat like adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • εμφερής — ές (AM ἐμφερής, ές) όμοιος, παρόμοιος, παρεμφερής («καὶ τὸ μάλιστα τῷ ἐμῷ πάθει ἐμφερές», Ξεν.) αρχ. φρ. «καὶ τὰ ἐμφερῆ» και τα όμοια, και τα τοιαύτα. επίρρ... εμφερώς παρεμφερώς, παρομοίως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”